- πάντευχος
- -ον, ΜΑκαλά εξοπλισμένος, πάνοπλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + τεῦχος «όπλο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάντευχος — armed cap à pie masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντευχον — πάντευχος armed cap à pie masc/fem acc sg πάντευχος armed cap à pie neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντεύχῳ — πάντευχος armed cap à pie masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παντευχία — ἡ, Α [πάντευχος] πλήρης εξοπλισμός, πανοπλία … Dictionary of Greek